- σεληνηκέρεος
- ο, Νβοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια κακτίδες τής τάξης κακτώδη και περιλαμβάνει 20 περίπου είδη κάκτων που απαντούν στις τροπικές και υποτροπικές περιοχές τής Αμερικής, αλλ. σεληνηνήριο.[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. selenicereus < seleni (< σελήνη) + λατ. cereus «κέρινος» < λατ. cera (πιθ. < κηρός)].
Dictionary of Greek. 2013.